- σκειρόμαντις
- και πιθ. γρφσκιρόμαντις, ὁ, ἡ, Α1. αυτός που προφητεύει, που μαντεύει καθώς στέκεται σε υπερυψωμένο μέρος τού ναού2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐπὶ Σκείρωσι μαντευόμενοςτόπος δ' ἦν οὖτος ὅθεν τοὺς οἰωνοὺς ἔβλεπον».[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Σκ(ε)ίρος + μάντις].
Dictionary of Greek. 2013.